- εξανθρωπίζω
- εξανθρώπισα, εξανθρωπίστηκα, εξανθρωπισμένος, μτβ., κάνω κάποιον άνθρωπο, τον κάνω ανθρωπινότερο, τον εκπολιτίζω, τον ημερεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐξανθρωπίζω — humanize pres subj act 1st sg ἐξανθρωπίζω humanize pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανθρωπίζω — εξανθρωπίζω, εξανθρώπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξανθρωπίζω — (AM ἐξανθρωπίζω) [εξάνθρωπος] μσν. νεοελλ. εξημερώνω, εκπολιτίζω μσν. παθ. 1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα) 2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες αρχ. 1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο… … Dictionary of Greek
ἐξανθρωπίσει — ἐξανθρωπίζω humanize aor subj act 3rd sg (epic) ἐξανθρωπίζω humanize fut ind mid 2nd sg ἐξανθρωπίζω humanize fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθρωπίσῃ — ἐξανθρωπίζω humanize aor subj mid 2nd sg ἐξανθρωπίζω humanize aor subj act 3rd sg ἐξανθρωπίζω humanize fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθρωπιζόντων — ἐξανθρωπίζω humanize pres part act masc/neut gen pl ἐξανθρωπίζω humanize pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθρωπίζοντι — ἐξανθρωπίζω humanize pres part act masc/neut dat sg ἐξανθρωπίζω humanize pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθρωπιζομένῳ — ἐξανθρωπίζω humanize pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθρωπισθείη — ἐξανθρωπίζω humanize aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθρωπισθείητε — ἐξανθρωπίζω humanize aor opt pass 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)